- παφλάζω
- ΝΜΑ, αιολ. τ. παφλάσδω Ανεοελλ.-αρχ.1. (για νερό που τρέχει ορμητικά και για τα κύματα τής θάλασσας, ιδιαίτερα γι' αυτά που σπάνε στα βράχια ή στην ακτή) ηχώ όπως το νερό που βράζει, που κοχλάζει2. (για υγρό ή φαγητό που θερμαινόμενο έχει φθάσει στο στάδιο τού βρασμού) κοχλάζω, βράζωμσν.μτφ. (για την καρδιά) χτυπώ δυνατά από πάθοςαρχ.1. τραυλίζω2. μτφ. φυσώ με θόρυβο, ξεφυσώ δυνατά κάνοντας θόρυβο3. μτφ. φαφλατίζω, σαλιαρίζω, κομπάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παφλάζω έχει σχηματιστεί από ένα εκφραστικό θ., που είναι προϊόν ονοματοποιίας και εμφανίζει επιτατ. αναδιπλασιαμό (πρβλ. βα-βράζω, κα-κχάζω, κα-χλάζω / κοχλάζω). Παρ' όλο που ο φωνηεντισμός τού θ. του πα-φλά-ζω θα επέτρεπε πιθ. την ένταξη του σε μια οικογένεια ΙΕ λ. (βλ. λ. φλέω, φλύω), η ετυμολ. του ρ. παραμένει αβέβαιη].
Dictionary of Greek. 2013.